χορεύουσι

χορεύουσι
χορεύω
dance a round
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
χορεύω
dance a round
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χορεύω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. χορεύγω Ν [χορός] 1. κινώ ρυθμικά τα πόδια και, γενικά, το σώμα με την συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού (α. «ήπιε και χόρεψε μέχρι το πρωί» β. «καὶ ᾖδον καὶ ἐχόρευον ὁπότε οἱ πολέμιοι αὐτοὺς ὄψεσθαι ἔμελλον», Ξεν.) 2. αναπηδώ,… …   Dictionary of Greek

  • φωλεόν — τὸ, Α (ιων. λ.) 1. (κατά τον Ησύχ.) «οὗ χορεύουσι καὶ διδάσκουσι, διδασκαλεῖον» 2. στον πληθ. τὰ φωλεά βλ. φωλεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”